θόρυβον

θόρυβον
θόρυβος
noise
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • плищь — ПЛИЩ|Ь (26), А с. 1.Крик, шум: и тако всѣмъ кличющемъ. ˫ако же тр˫астис˫а пещерѣ. отъ множьства плища зълыихъ д҃ховъ. ЖФП XII, 38б; ˫ади ‹и› питью. бесъ плища велика быти. ЛЛ 1377, 79 (1096); видиши вечерѧ различны. и пища. и прельсти. и плищь. и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • DISCUS — I. DISCUS cuius iactu in ludis sollennibus olim apud Graecos certatum, in Pentathlo inprimis, seu Quinqvertio, erat βαρὺς λίθος, gravis lapis, ut habet Glossogr. Graecus, seu rotunda quaedam moles saxea, vel etiam plumbea, sive ferrea, quam qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατασιωπώ — (AM κατασιωπῶ, άω) 1. σωπαίνω τελείως, κλείνω το στόμα μου («μήτ ἀληθῆ μήτε δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾱν», Δημοσθ.) 2. αποσιωπώ κάποιο γεγονός, παραβλέπω («κατασιωπᾱν τὸ γεγονός», Διόδ.) αρχ. 1. καταδικάζω σε σιωπή 2. κάνω κάποιον να… …   Dictionary of Greek

  • παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… …   Dictionary of Greek

  • συμμαχία — Προσωρινή ή μόνιμη σχέση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών που καθορίζεται με συνθήκη. Η συνεργασία μπορεί να έχει γενικό ή ειδικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση η συνθήκη υποχρεώνει τα σύμμαχα κράτη v’ ασκούν γενικά κοινή… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”